νομομηχανικός

νομομηχανικός
ο
επιστήμονας μηχανικός που επιβλέπει τα δημόσια έργα του νομού ως δημόσιος υπάλληλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νομομηχανικός — ο, η επιστήμονας μηχανικός, δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εποπτεύει τα δημόσια τεχνικά έργα ενός νομού και ελέγχει την ασφάλεια και στερεότητα τών ιδιωτικών κτηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + μηχανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”